φυσιατρική

φυσιατρική
η
η επιστήμη που χρησιμοποιεί τις φυσικές δυνάμεις στη θεραπευτική, η φυσικοθεραπεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φυσιατρική — η, Ν ιατρ. κλάδος τής ιατρικής που χρησιμοποιεί φυσικούς παράγοντες, με εξαίρεση τις ιοντίζουσες ακτινοβολίες, για σκοπούς διαγνωστικούς, θεραπευτικούς και αναπροσαρμογής. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. medicine physique] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”